συναλλάζω

συναλλάζω
συνάλλαξα, αλλάζω διαδοχικά: Έχει δύο πουκάμισα και τα συναλλάζει (τη μια φορά φοράει το ένα και την άλλη το άλλο).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναλλάζω — βλ. πίν. 23 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συναλλάζω – συναλλάσσομαι : οι έννοιες διαφοροποιούνται. Το συναλλάζω σημαίνει → χρησιμοποιώ διαδοχικά, αλλάζω ρούχα κτλ. Το συναλλάσσομαι → έχω εμπορικές συναλλαγές …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συναλλάζω — Ν βλ. συναλλάσσω …   Dictionary of Greek

  • συναλλάσσω — ΝΜΑ, και συναλλάζω Ν, και συναλλάττω Α [ἀλλάσσω, ομαι] νεοελλ. 1. (στον τ. συναλλάζω) αλλάζω συχνά τα ρούχα μου, φορώ διαδοχικά το ένα μετά το άλλο 2. μέσ. συναλλάσσομαι α) έχω συναλλαγές, έχω δοσοληψίες, έχω εμπορικές και, γενικότερα,… …   Dictionary of Greek

  • συναλλάσσομαι — βλ. πίν. 95 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: συναλλάζω – συναλλάσσομαι : οι έννοιες διαφοροποιούνται. Το συναλλάζω σημαίνει → χρησιμοποιώ διαδοχικά, αλλάζω ρούχα κτλ. Το συναλλάσσομαι → έχω εμπορικές συναλλαγές …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”